- στρώσις
- -ώσεως, ἡ, ΜΑβλ. στρώση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρῶσις — spreading fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώσει — στόρεννυμι aor subj act 3rd sg (epic) στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg στόρεννυμι fut ind act 3rd sg στρῶσις spreading fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρώσεϊ , στρῶσις spreading fem dat sg (epic) στρῶσις spreading fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… … Dictionary of Greek
στρώσεις — στόρεννυμι aor subj act 2nd sg (epic) στόρεννυμι fut ind act 2nd sg στρῶσις spreading fem nom/voc pl (attic epic) στρῶσις spreading fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάφεια — εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) [ευαφής] η απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
στρωσίδι — το / στρωσίδιον, ΝΜ [στρῶσις] κομμάτι από χοντρό μάλλινο ύφασμα τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος που καλύπτει το δάπεδο, χαλί, τάπητας νεοελλ. 1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα 2. διακοσμητικό επικάλυμμα επίπλων … Dictionary of Greek
στρώσια — τα, ΝΜ [στρῶσις] νεοελλ. τάπητες για κάλυψη δαπέδου, αλλ. στρωσίδια μσν. (στον Κωδ. Οφφ.) «δεῑ δὲ γινώσκειν ὅτι ἔθος ἐστὶ καθ ἑκάστην ἑτοίμους εἶναι ἵππους ἑπτά, οἳ καλοῡνται στρώσια» … Dictionary of Greek
στρώσεως — στρώσεω̆ς , στρῶσις spreading fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώσῃ — στόρεννυμι aor subj mid 2nd sg στόρεννυμι aor subj act 3rd sg στόρεννυμι fut ind mid 2nd sg στρώσηι , στρῶσις spreading fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)